Διαταραχές άγχους

Στο ευρύ φάσμα των διαταραχών άγχους (φοβίες, παθολογικό άγχος, πανικός) συμπεριλαμβάνονται μια ομάδα ψυχικών προβλημάτων που πλήττουν μεγάλο μέρος του γενικού πληθυσμού. Οι συχνότερες στην εμφάνισή τους διαταραχές είναι η κοινωνική φοβία, η διαταραχή πανικού, η αγοραφοβία, φοβίες συγκεκριμένων καταστάσεων όπως ζώων ή αίματος, το άγχος υγείας, η διαταραχή άγχους μετά από τραυματικό γεγονός, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κ.α. Υπολογίζεται ότι μόνο στην Αθήνα, περίπου 600.000 άνθρωποι θα αντιμετωπίσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους τέτοιες δυσκολίες.

Χαρακτηριστικά Συμπτώματα

Αυτό που αισθάνονται οι πάσχοντες είναι έντονος φόβος και άγχος που εκφράζεται με σωματικά συμπτώματα, όπως αύξηση των παλμών της καρδιάς και της δύναμης των παλμών, αλλαγή της αναπνοής (γίνεται πιο γρήγορη και επιπόλαιη) με συνακόλουθη αίσθηση ότι δε φτάνει ο αέρας, εφίδρωση, ναυτία, κόμπο στο στομάχι, σφίξιμο μυών που οδηγεί σε αίσθηση έντασης ή ακόμη και σε πραγματικούς πόνους, τρέμουλο. Ως αποτέλεσμα, κυρίως λόγω του ότι δε μπορεί να δoθεί μια λογική εξήγηση για την ύπαρξη όλων αυτών των δυσάρεστων αισθήσεων, , η σκέψη χαρακτηρίζεται από καταστροφολογικές ερμηνείες π.χ. «πεθαίνω, τρελαίνομαι, θα γίνω ρεζίλι, χάνω τον έλεγχο». Επομένως, τα σωματικά συμπτώματα που συνοδεύονται από αυτές τις σκέψεις γίνονται τα ίδια αντικείμενα μεγάλου φόβου και η συμπεριφορά προσαρμόζεται ανάλογα. Στο επίπεδο της συμπεριφοράς ο ασθενής αλλάζει σημαντικά τη ζωή του (δεν απομακρύνεται από το σπίτι, δεν έχει πολλές κοινωνικές επαφές, δεν μπορεί να εργαστεί με την ίδια ευκολία), περιορίζοντάς την καθώς αποφεύγει να κάνει δραστηριότητες που στο παρελθόν δεν του προκαλούσαν πρόβλημα, από φόβο μήπως αισθανθεί δυσάρεστα.

Συνέπειες

Κάποιος που νοσεί για πρώτη φορά από κάποια διαταραχή άγχους είναι περισσότερο πιθανό ότι θα επισκεφτεί κάποιον γιατρό, συχνότερα από το χώρο της γενικής ιατρικής για να αντιμετωπίσει τα συμπτώματά του. Κλινικές έρευνες έχουν δείξει όμως, ότι στην πρωτοβάθμια περίθαλψη οι ασθενείς δε λαμβάνουν τη σωστή διάγνωση με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζονται με την ενδεδειγμένη θεραπεία και άρα να μένουν αθεράπευτοι. Ως αποτέλεσμα, οι διαταραχές άγχους καθίστανται χρόνιες (ξεπερνούν σε χρονιότητα τόσο τις διαταραχές συναισθήματος όσο και τις διαταραχές προβληματικής χρήσης ουσιών), και έτσι μειώνονται οι πιθανότητες ίασης.

Η υποκειμενική δυσφορία από την πλευρά του πάσχοντα εξαιτίας των συμπτωμάτων που δεν παρουσιάζουν ύφεση είναι δυσβάσταχτη και προκαλεί σοβαρή δυσλειτουργία στην εργασία, στην οικογένεια και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Επιπλέον, καταναλώνεται χρόνος και χρήμα σε εξετάσεις, επισκέψεις σε γιατρούς και εναλλακτικές θεραπείες αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Το ετήσιο κόστος των διαταραχών άγχους ανήθλε στις ΗΠΑ σε 47 δισεκατομμύρια δολλάρια το 1998, γεγονός που τις κατέταξε στις ακριβότερες ψυχικές διαταραχές (πιο ακριβές από την κατάθλιψη ή τη σχιζοφρένεια).